- ἁρπαγῆς
- ἁρπαγεύςmasc nom plἁρπαγεύςmasc nom/voc plἁρπαγήseizurefem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἁρπαγῇς — ἁρπάζω snatch away aor subj pass 2nd sg ἁρπαγή seizure fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπάγης — ἁρπάγη hook fem gen sg (attic epic ionic) ἁ̱ρπάγης , ἁρπάζω snatch away aor ind pass 2nd sg (doric aeolic) ἁρπάζω snatch away aor ind pass 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
възхыщениѥ — ВЪЗХЫЩЕНИ|Ѥ (52), ˫А с. 1. Получение чего л., овладение чем л.: и тщаливии будемъ на всхыщение цр(с)тви˫а нб(с)наго (εἰς τὸ ἁρπάσαι) ФСт XIV, 227в; въ простотѣ бо ходѩще зла не желають. и скровищь многоцѣнъныхъ. не требують снискати и на… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Pella — Pour les articles homonymes, voir Pella (homonymie). 40°45′36″N 22°31′09″E / … Wikipédia en Français
ANAX — I. ANAX Caeli et Terrae fil. a qo Miletus olim dicta fuit Anactoria. Indidem id esse factum putaverim, quod, apud Poetarum antiquissimos, nomen Anax in honore fuit, tamquam sacrum et augustum, Regibusque, et Heroibus peculiare. Etiam Dioscuros… … Hofmann J. Lexicon universale
Ορθωσία — Όνομα δύο αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Φοινίκης, στις εκβολές του ποταμού Ελεύθερου, ο οποίος ήταν το φυσικό σύνορο της Σελευκίδας με τη Φοινίκη και την Κοίλη Συρία. Επειδή στη διάρκεια του τρίτου Συριακού πόλεμου (247 239 π.Χ.) η πόλη αυτή… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
Περσεφόνη — Χθόνια θεότητα των αρχαίων Ελλήνων. Είναι βασίλισσα του Κάτω κόσμου, πλάι στον σύζυγό της Άδη, και παράλληλα αγροτική θεότητα, κόρη της Δήμητρας, αναφερόμενη με την ιδιότητα αυτή ως Κόρη· μαζί με τη μητέρα της αποτελεί αδιαίρετη δυάδα. Ως… … Dictionary of Greek
άροτρο — Γεωργικό εργαλείο που σύρεται και με συνεχή εργασία σχίζει και ξανακυλά το χώμα και το προετοιμάζει για τις επόμενες φάσεις της καλλιέργειας. H χρήση του α., αν και πανάρχαια, χαρακτηρίζει λαούς με ανώτερο πολιτισμό, μη νομαδικούς. Το ά. ήταν… … Dictionary of Greek
αβανιά — Λέξη αραβικής προέλευσης, που σημαίνει συκοφαντία, ζημιά, βλάβη. Ειδικότερα, στα χρόνια της τουρκοκρατίας, α. λεγόταν η συκοφαντική καταγγελία προς τα οθωμανικά δικαστήρια, είτε για λόγους εκδίκησης είτε για εκβιασμό. To οθωμανικό ποινικό δίκαιο… … Dictionary of Greek